- απαλύνομαι
- 1) assoupir2) atténuer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
απαλύνομαι — απαλύνομαι, απαλύνθηκα, (σπάν.) απαλυμένος βλ. πίν. 49 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
расхождуся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἁπαλύνομαι) превращаюсь в мякоть; (διαιρέομαι) распадаюсь;… … Словарь церковнославянского языка